κακότεχνος

κακότεχνος
-η, -ο (AM κακότεχνος, -ον) κακώς κατασκευασμένος, κακοφτειαγμένος, κακής τέχνης, άτεχνος, άκομψος, ακαλαίσθητος («κακότεχνη εικόνα»)
νεοελλ.
(για πρόσ.) κακός τεχνίτης, ακαλαίσθητος τεχνίτης
μσν.
1. αυτός που γνωρίζει μαγικές τέχνες
2. (για βιβλίο) αυτό που περιέχει μαγικές τέχνες
3. δόλιος, πονηρός
αρχ.
(για άσεμνους χορούς ή άσματα) ασελγής, λάγνος.
επίρρ...
κακοτέχνως και κακότεχνα (AM κακοτέχνως) άκομψα, με άτεχνο τρόπο, με κακή τέχνη
μσν.
άσχημα, με μαγικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)-* + -τεχνος (< τέχνη), πρβλ. μεγαλό-τεχνος, φιλό-τεχνος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κακότεχνος — using evil practices masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακότεχνος — η, ο 1. ο κακός τεχνίτης: Δε θα φτιάξω τα έπιπλά μου σ αυτόν, γιατί είναι κακότεχνος. 2. κακοφτιαγμένος: Τα έπιπλα αυτά είναι κακότεχνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κακοτεχνέστερον — κακότεχνος using evil practices masc acc sg κακότεχνος using evil practices neut nom/voc/acc sg κακοτεχνής adverbial comp κακοτεχνής masc acc comp sg κακοτεχνής neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοτέχνως — κακότεχνος using evil practices adverbial κακότεχνος using evil practices masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακότεχνον — κακότεχνος using evil practices masc/fem acc sg κακότεχνος using evil practices neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοτεχνέστεραι — κακότεχνος using evil practices fem nom/voc pl κακοτεχνής fem nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοτέχνοις — κακότεχνος using evil practices masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοτέχνου — κακότεχνος using evil practices masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοτέχνους — κακότεχνος using evil practices masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοτέχνων — κακότεχνος using evil practices masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”